- φώρτατος
- φώρτατος, [comp] Sup. of φώρ (q. v.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φώρτατος — άτη, ον, Α αυτός που κλέβει συχνά, κλέφταρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φώρ, φωρός «κλέφτης» + κατάλ. τατος τού υπερθετικού βαθμού] … Dictionary of Greek